- αὐτοκίνησις
- αὐτο-κίνησις [ῑ], εως, ἡ,A self-motion, Syrian.in Metaph.45.26, etc.;
ἔστιν ἡ ἐπιστήμη αὐ. Plot.6.2.18
, cf. 6.6.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔστιν ἡ ἐπιστήμη αὐ. Plot.6.2.18
, cf. 6.6.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτοκίνησις — self motion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοκίνησιν — αὐτοκίνησις self motion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκίνηση — η (Α αὐτοκίνησις) 1. η αυτόματη ή εκούσια κίνηση 2. η ικανότητα για κίνηση … Dictionary of Greek
αὐτοκινήσεως — αὐτοκινήσεω̆ς , αὐτοκίνησις self motion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)